ΟΙ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ VOLKSWAGEN
Τίθεται το ζήτημα αν οι καταναλωτές, κάτοχοι των αυτοκινήτων που φέρουν το ελαττωματικό λογισμικό (εκπομπών
οξειδίων του αζώτου), έχουν δικαίωμα αξιώσεων κατά των πωλητών και κατά της κατασκευαστικής εταιρίας VW.
Αρχικά, προκύπτει ευθύνη του πωλητή για παράβαση των διατάξεων της πώλησης σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα. Τα συγκεκριμένα οχήματα προφανώς δεν ανταποκρίνονται στη σύμβαση λόγω σημαντικού πραγματικού ελαττώματος, με συνέπεια οι αγοραστές να δικαιούνται να απαιτήσουν από τον πωλητή αυτοκινήτων απ’ όπου το αγοράσανε:
• είτε την αντικατάσταση του οχήματός τους με καινούργιο ίδιων χαρακτηριστικών εφοδιασμένο με έναν μη ρυπογόνο κινητήρα,
• είτε την αντικατάσταση-επισκευή του κινητήρα του οχήματός τους
• είτε την μείωση του τιμήματος πώλησης, δηλαδή την επιστροφή μέρους των καταβληθέντων χρημάτων,
• είτε την επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν για την αγορά έχοντας, όμως, ταυτόχρονα την υποχρέωση να επιστρέψουν το αυτοκίνητο στον πωλητή και
• χωρίς να κάνουν τίποτα από τα παραπάνω, μπορούν να αξιώσουν αποζημίωση ίση με τη μειωμένη αξία του οχήματος τους λόγω του συγκεκριμένου προβληματικού κινητήρα και της μειωμένης μεταπωλητικής αξίας αυτού
Όλες οι παραπάνω ενέργειες μπορούν να στραφούν κατά του πωλητή του αυτοκινήτου και όχι κατά της παραγωγού γερμανικής εταιρείας VW. Εναντίον της τελευταίας μπορούν οι ιδιοκτήτες των επίμαχων ελαττωματικών οχημάτων να στραφούν με βάση τις διατάξεις του νόμου περί προστασίας καταναλωτή (νόμος 2251/1994) απαιτώντας αποζημίωση για την ζημία που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν οι επίμαχοι κινητήρες στο φυσικό περιβάλλον, ιδίως στην ατμόσφαιρα.
Όλα τα περιγραφόμενα ανωτέρω δικαιώματα του αγοραστή κατά του πωλητή μπορούν να ασκηθούν νομίμως εκτός κι αν έχει παρέλθει ο χρόνος εγγύησης καλής λειτουργίας που δίδεται με την αγορά του αυτοκινήτου και έχουν παρέλθει σε κάθε περίπτωση και δύο έτη από την αγορά του αυτοκινήτου.